«Γεννημένη στη Λευκωσία, θυμάμαι έντονα ως τετράχρονο παιδί, την ένταση των βομβαρδισμών στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974, δεδομένου ότι το οικογενειακό μας σπίτι, βρισκόταν στη σημερινή Νεκρή Ζώνη της Λευκωσίας, κοντά στο οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου», ανέφερε στον «Φ» η πολιτιστική δημιουργός Γιάννα Τσολάκη. «Ως οικογένεια – πρόσθεσε – είχαμε τότε δεσμούς και με την Αμμόχωστο, αφού οι γονείς μου είχαν πολλούς φίλους στο Βαρώσι και η μοναδική θάλασσα που ήξερα μέχρι τότε, ήταν κυρίως της Αμμοχώστου. Ξεριζωμένη μετά τον πόλεμο, μετακόμισα με την οικογένειά μου πρώτα στον Καναδά, στη συνέχεια στην Ελλάδα και αργότερα επέστρεψα μόνη στο νησί, για να συνεχίσω το σχολείο, υπό τη φροντίδα της γιαγιάς μου. Η επιθυμία να θεραπεύσω και να διατηρήσω ό,τι χάθηκε εκείνα τα πρώτα χρόνια, θα εμφανιζόταν δεκαετίες αργότερα, δίνοντας φωνή σε αυτά τα συναισθήματα και σήμερα συνεχίζει να εκφράζει την αγάπη μου για την κληρονομιά της διαιρεμένης πόλης μου και της Κύπρου γενικότερα». Συνάντησα την Γιάννα Παπαδάμου Τσολάκη πριν λίγες μέρες στο σπίτι της στην Πύλα, όπου διαμένει τα τελευταία 25 χρόνια με την οικογένειά της – τον εξ Αμμοχώστου σύζυγο της, γιατρό δρα Μάριο Τσολάκη και τον 23χρονο σήμερα γιο τους Γιώργο – και μου μίλησε για τη δουλειά της, αλλά και για τις συνθήκες, οικογενειακές, κοινωνικές και πολιτικές, που τη διαμόρφωσαν ως άνθρωπο και ως επαγγελματία.

«Κουβαλώ το βάρος του τραύματος της διαχωριστικής γραμμής και δεν είχα άλλη επιλογή, από το είμαι αυτή που είμαι ως γυναίκα και να κάνω αυτό που κάνω στη δουλειά μου», μου είπε χαρακτηριστικά. Ως επιμελήτρια πολιτιστικής κληρονομιάς, η Γιάννα Τσολάκη επιμελείται την παραγωγική εργασία και τις εκθέσεις καλλιτεχνών και σχεδιαστών, ενώ τα τελευταία 12 χρόνια, μαζί με τους σχεδιαστές Μάριο Χαραλάμπους και Κωνσταντίνο Οικονομίδη, αποτελούν την κολεκτίβα ΦΧΨ, της οποίας η πρωτοποριακή δράση, η αισθητική και η καινοτομία στον σχεδιασμό επίπλων και αντικειμένων, έχει αναγνωριστεί και έχει κερδίσει διακρίσεις, εντός και εκτός συνόρων.


«Δεν ήταν τυχαίο ότι το πρώτο μου εργαστήρι και γραφείο, βρισκόταν στην πλατεία Φανερωμένης, μέσα στην παλιά πόλη (από το 2005 μέχρι το 2011), λίγα μόλις μέτρα μακριά από την Πράσινη Γραμμή, το διαχωριστικό όριο της Λευκωσίας», μου είπε η κυρία Τσολάκη και πρόσθεσε:
«Ούτε είναι τυχαίο, ότι το σπίτι μου (τα τελευταία 25 χρόνια) βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από την Πύλα, το νοτιότερο χωριό κατά μήκος του διαχωριστικού ορίου του νησιού. Έχοντας ζήσει τον πόλεμο και τον εκτοπισμό και γνωρίζοντας από πρώτο χέρι, πόσο ευάλωτη εξακολουθεί να είναι η πολιτιστική κληρονομιά, δεδομένης της αδιάκοπης ώθησης της προόδου, αυτή η προσαρμοστικότητα και η ανθεκτικότητα που ανέπτυξα μέσα μου, εφαρμόζονται και σε περιβάλλοντα, πέρα από το τοπικό. Ήμουν συνεπώς προετοιμασμένη γι’ αυτό τον επαγγελματικό δρόμο, που λίγοι επιλέγουν και που καθορίζει το ταξίδι μου, στη διατήρηση των καλύτερων στοιχείων του παρελθόντος. Παράλληλα ασκώ δημιουργική καινοτομία, μέσω επιμελητικών πρακτικών, στην πορεία μας προς το μέλλον. Είναι λοιπόν δεδομένη η αφοσίωσή μου σε πτυχές της ζωής που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία για μένα, είτε πρόκειται για πρωτοβουλίες που έχω αναλάβει ως επιχειρηματίας, είτε δράσεις πολιτιστικής κληρονομιάς ως ακτιβίστρια, οι περισσότερες από τις οποίες, τροφοδοτούνται από εμπειρίες».
Η Γιάννα Τσολάκη, μου ανέφερε ότι η επαγγελματική της πορεία ξεκίνησε από τα χρηματοοικονομικά, που ήταν ο τομέας των πρώτων σπουδών της, αφού εργάστηκε για 14 χρόνια στην Τράπεζα Κύπρου. «Έφυγα από την Τράπεζα πριν 21 χρόνια, το 2004, σε μια εποχή που δεν έφευγαν πολλοί…» είπε και πρόσθεσε: «Φεύγοντας από τον τραπεζικό τομέα, ξεκίνησα να δουλεύω με σχεδιαστές που γνώριζα σε εκθέσεις στο εξωτερικό, όπου είναι πιο εδραιωμένη η πρακτική, του να έχει ο σχεδιαστής, κάποιον που προωθεί τη δουλειά του και βοηθά στην ανάπτυξη της, ώστε να είναι βιώσιμη. Στο πρώτο μου κατάστημα-γραφείο στην πλατεία Φανερωμένης στην παλιά Λευκωσία, έφερνα τους ξένους σχεδιαστές και παράλληλα με την προώθηση της δουλειάς τους σε αρχιτέκτονες και σε σχεδιαστές εσωτερικού χώρου, τους βοηθούσα να την εμπορεύονται, αφού εκείνο το διάστημα, οι δράσεις μου αφορούσαν περισσότερο τον δημιουργικό τομέα, από τον πολιτιστικό».
Ο φόβος εκείνου του αξέχαστου καλοκαιριού…
«Γεννήθηκα το 1969 στον Άγιο Ανδρέα στη Λευκωσία, όπου κατοικούσαμε τότε, δεδομένου ότι κατά καιρούς ενοικιάσαμε σπίτια σε περιοχές κοντά στο υπουργείο Γεωργίας, όπου εργαζόταν ο πατέρας μου Λοϊζος Παπαδάμου, που ήταν πιλότος αεροπλάνου αεροψεκασμών – πέθανε το 2013 στα 69 του χρόνια», ανέφερε στην εφημερίδα μας η Γιάννα Τσολάκη και πρόσθεσε: «Η οικογένεια του πατέρα μου έμενε στη Λακατάμια και της μητέρας μου στη Λεμεσό. Η τουρκική εισβολή του 1974, μάς βρήκε στο σπίτι που ενοικιάζαμε τότε και βρισκόταν δίπλα στο σημερινό οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου, που αναγκαστήκαμε βέβαια να το εγκαταλείψουμε άρον άρον, τον Ιούλη 1974. Το σπίτι επιτάχθηκε από την Εθνική Φρουρά, μετατράπηκε σε στρατιωτικό φυλάκιο και βέβαια δεν επιστρέψαμε ποτέ σε αυτό. Φύγαμε από το σπίτι, χωρίς να πάρουμε τίποτε μαζί μας. Πήγαμε στο χωριό Φικάρδου για μια βδομάδα, μετά πήγαμε στη γιαγιά μου στη Λακατάμια. Μετά την πρώτη εισβολή του Ιούλη και λίγο πριν τη δεύτερη του Αυγούστου, κατάφερε ο πατέρας μου και μπήκε στο σπίτι και πήρε κάποια απαραίτητα πράγματα για εμάς, στα 10-15 λεπτά που άνδρες των Ηνωμένων Εθνών ξεφόρτωναν δικό τους μεγάλο φορτηγό, ανάμεσα στις δύο πλευρές και δεν μπορούσαν να τον δουν από το δικό τους φυλάκιο, οι Τούρκοι στρατιώτες… Μετά από εκείνες τις ώρες των βομβαρδισμών και της φυγής, μεγαλώνεις… από τεσσεράμισι χρόνων, σκέφτεσαι ότι εντάξει, τέλειωσε τώρα το παιγνίδι… Κι αυτό δεν αλλάζει… Από τότε, νιώθω πάντα ότι κουβαλώ μέσα μου το βάρος… μια ευθύνη. Άμα σου στερήσουν πράγματα που δεν έπρεπε… όπως το να παίζεις έξω ξέγνοιαστα, χωρίς να φοβάσαι… κάπου χάνεις τη φωνή σου, για πολλά χρόνια. Νιώθεις ότι η φωνή σου, δεν είναι τόσο σημαντική, εφόσον εκτεθείς σε πολύ πιο σοβαρά πράγματα, όπως είναι ο φόβος… Σε αυτό το σημείο, να πω ότι θεωρώ σημαντικό το ότι ήμουν μια από τις 9 γυναίκες, 5 Ελληνοκύπριες και 4 Τουρκοκύπριες, που τους πρώτους μήνες του 2025 συμμετείχα στο ψυχοεκπαιδευτικό πρόγραμμα «Ζωή Ξανά», του Ιδρύματος «ZOE Vs War Violence», κοντά στη Νεκρή Ζώνη στη Λευκωσία. Γνωρίστηκα με κοπέλες και από τις δύο κοινότητες, άκουσα για τον πόνο των γονιών τους και για το πώς τα μικρά παιδιά, ζούσαν με τον πόνο που προκάλεσαν εκείνα τα γεγονότα της σύγκρουσης στην Κύπρο…».
Μετανάστευση και ζητήματα ταυτότητας
Το καλοκαίρι του 1975, μόλις ένα χρόνο μετά την εισβολή, η Γιάννα έφυγε μετανάστρια στο Τορόντο του Καναδά, μαζί με τους γονείς της και τη μικρότερη αδελφή της που γεννήθηκε το Μάϊο εκείνου του χρόνου, αφού ο πατέρας της, όπως μας ανέφερε, είχε ουσιαστικά μείνει χωρίς δουλειά στην Κύπρο, γιατί το μικρό αεροπλάνο των αεροψεκασμών που πιλόταρε, για ένα μικρό διάστημα, μόλις δύο εβδομάδων, είχε «εγκλωβιστεί» στο αεροδρόμιο Λευκωσίας.
«Την πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου – μας είπε – την έκανα στο Τορόντο, σε μια χώρα τόσο πολύ διαφορετική από την Κύπρο, με ένα βρέφος στο σπίτι, με τον πατέρα μου να δουλεύει δυο τρεις-δουλειές, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε… Στο Τορόντο ζούσαμε σε μια τεράστια πολυκατοικία, με εκατοντάδες ενοίκους, περιλαμβανομένων και άλλων προσφύγων από την Κύπρο, σαν εμάς. Θυμάμαι ότι κάθε μέρα, τα παιδιά κάναμε μια μεγάλη ουρά, το ένα πίσω από το άλλο, πηγαίνοντας στο σχολείο, με τα μεγαλύτερα παιδιά να προσέχουν τα μικρότερα… να βουλιάζουμε μέσα στο χιόνι του καναδέζικου χειμώνα… μωρά που δεν είχαμε ιδέα, πού ήμασταν και τι κάναμε… Και να προσπαθούμε να προσαρμοστούμε στις συγκεκριμένες συνθήκες, όπου ήμασταν διαφορετικοί, σε μια ξένη χώρα από αυτήν που γεννηθήκαμε, με τόσο διαφορετικό κλίμα…
Στον δεύτερο χρόνο, το 1976, με έφεραν εμένα πίσω στην Κύπρο, στη γιαγιά μου στη Λεμεσό, όπου φοίτησα σε ιδιωτικό αγγλόφωνο σχολείο και οι γονείς μου πήγαν στην Ελλάδα, όπου ο πατέρας μου βρήκε δουλειά ως πιλότος αεροψεκασμών στην Κρήτη και στην Καλαμάτα. Έμειναν εκεί 4-5 χρόνια. Επέστρεψα λοιπόν στην Κύπρο, νιώθοντας και πάλι ότι είμαι… διαφορετική, προσπαθώντας και πάλι να προσαρμοστώ σε μια άλλη δυναμική, σε ένα άλλο σπίτι, σε μια άλλη γειτονιά, σε ένα άλλο σχολείο (Foley’s School), σε μια άλλη πόλη, τη Λεμεσό. Μετά από ένα χρόνο στη Λεμεσό, με ανάλαβε η άλλη γιαγιά μου στη Λευκωσία, όπου φοίτησα επίσης σε αγγλόφωνο δημοτικό σχολείο, στο Junior School. Και όλο αυτό το διάστημα, οι γονείς να είναι στο εξωτερικό, να αγωνίζονται για την επιβίωση της οικογένειας. Θυμάμαι φεύγοντας από τη Λεμεσό για να έρθω στο σχολείο στη Λευκωσία, το κλάμα που έκανα μέσα στο ταξί…
Στο Junior School, πάλι ήμουν ανάμεσα σε άλλα παιδιά, προερχόμενα από διάφορες χώρες. Είναι δεδομένη η καλή προαίρεση των γονιών, να σου εξασφαλίσουν μια καλή εκπαίδευση, όμως κι αυτό το στοιχείο, προκαλεί μια σύγχυση, μεγαλώνοντας. Ένιωθα ότι… πήγαινα στην Αγγλία κάθε μέρα, αφού οι δασκάλες μου ήταν Αγγλίδες και βρισκόμουν ανάμεσα σε πολλά ξένα παιδιά, διαφόρων εθνικοτήτων. Στην αίθουσα διδασκαλίας, ήταν στον τοίχο η φωτογραφία της Βασίλισσας και ήταν έντονος ο αποικιοκρατικός χαρακτήρας του σχολείου.
Όταν φεύγω από το σχολείο και πηγαίνω στο σπίτι, είμαι Κυπραία – ακούω τους γονείς μου να μιλούν για τον πόλεμο… Όταν όμως το πρωί επιστρέφω στο σχολείο, είμαι σε… άλλο κόσμο, στην άλλη μισή μου ζωή… Άρα μπερδεύεται και συγχύζεται η ταυτότητα σου… σκέφτεσαι, τι είμαι εγώ τώρα; Επειδή όταν βγαίνεις είσαι Κυπραία και όταν μπαίνεις, δεν είσαι Κυπραία… Υπάρχει λοιπόν και το τραύμα της σύγχυσης… αφού δεν μπορώ να μην ταυτιστώ με εκείνο που μαθαίνω… με τη γλώσσα, με την επιβίωση σε ένα πολυεθνικό περιβάλλον στην τάξη, σε αγγλόφωνα σχολεία …με την εναλλαγή τόπων διαμονής, από το Τορόντο του Καναδά, στη Λεμεσό, στη Λευκωσία… κι εγώ να πρέπει να βρω τον μηχανισμό, για να λειτουργήσω μέσα σε αυτό το περιβάλλον. Σκεφτόμουν, τι με καθορίζει; Ακόμα και με το όνομα μου, υπήρχε θέμα. Πήγα… Γιάννα στον Καναδά και ήρθα πίσω… Τζάνετ – Janet Papadamou. Με αυτό το όνομα με ενέγραψαν στο καναδέζικο σχολείο… Πρακτικά λοιπόν, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, γίνεσαι πιο ανεκτικός με όλο τον κόσμο…». Η κυρία Τσολάκη ανέφερε ότι οι γονείς της επέστρεψαν το 1980-1981 από την Ελλάδα στην Κύπρο, όπου ο πατέρας της ανέλαβε και πάλι την εργασία του στο υπουργείο Γεωργίας.